- πανωφελής
- πᾰν-ωφελής, ές,A all-beneficial, prob. in Herm. ap. Stob.1.49.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανωφελῆ — πανωφελής all beneficial neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πανωφελής all beneficial masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πανωφελής all beneficial masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωφελεῖς — πανωφελής all beneficial masc/fem acc pl πανωφελής all beneficial masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανωφέλιμο — ον, Α πανωφελής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὠφέλιμος] … Dictionary of Greek